Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] … Dictionary of Greek
λυκοψίαν — λυκοψίᾱν , λυκοψία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)